- εὐσύνθετος
- εὐσύνθετοςeasy to compound into a wordmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσύνθετος — εὐσύνθετος, ον (ΑΜ) αυτός που είναι καλά συντεθειμένος, καλά διατεταγμένος μσν. 1. αυτός που έχει ωραίο παράστημα 2. επινοητικός σε κάτι, εφευρετικός αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που συντίθεται εύκολα 2. αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, ο καλόβολος … Dictionary of Greek
εὐξύνθετος — εὐσύνθετος , εὐσύνθετος easy to compound into a word masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυνθέτως — εὐσύνθετος easy to compound into a word adverbial εὐσύνθετος easy to compound into a word masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσύνθετον — εὐσύνθετος easy to compound into a word masc/fem acc sg εὐσύνθετος easy to compound into a word neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυνθέτοις — εὐσύνθετος easy to compound into a word masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυνθέτους — εὐσύνθετος easy to compound into a word masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυνθέτῳ — εὐσύνθετος easy to compound into a word masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσύνθετα — εὐσύνθετος easy to compound into a word neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξύνθετον — εὐσύνθετον , εὐσύνθετος easy to compound into a word masc/fem acc sg εὐσύνθετον , εὐσύνθετος easy to compound into a word neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσυνθεσία — εὐσυνθεσία, ἡ (ΑΜ) [ευσύνθετος] μσν. (για λέξεις) η καλή σύνθεση, η καλή διάταξη αρχ. 1. (για το σώμα) η αρμονία με κανονικές αναλογίες, η συμμετρία 2. (για συνθήκες) η φύλαξη, η πιστή τήρηση … Dictionary of Greek